προσεξίστημι

προσεξίστημι
προσεξ-ίστημι,
A cause further disorder, Plu.2.128e.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσεξίστημι — Α προκαλώ σύγχυση ή ταραχή, συνταράσσω επί πλέον («οἶνος ἐν σώματι κακῶς... ἔχοντι... φλέγμα καὶ χολὴν κινεῑ καὶ ταράττει καὶ παρεξίστησιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐξίστημι «ερεθίζω, συνταράζω»] …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”